Monday, May 12, 2014

ΟΙ ΜΠΑΡΜΠΕΡΙΔΕΣ
 * «Το κεφάλι δεν είναι επίπεδη επιφάνεια. Αλλος είναι πεπονοκέφαλος. Αλλος είναι πλατσοκέφαλος, σαν τον Ηπειρώτη. Αλλος έχει ιδιαιτερότητες. Η δουλειά, λοιπόν, του κουρέα θέλει αρχιτεκτονική, πρέπει να ξέρεις γεωμετρία» (Ηλίας Πολυχρονάκης)
* «Η τεχνική είναι με τσατσάρα και ψαλίδι, αλλά δεν είναι το ψαλίδι που κάνει τη διαφορά· είναι η τσατσάρα· και μηχανή να βάλουμε, το μέτρημα γίνεται με την τσατσάρα» (Λευτέρης Γεράσοβιτς)
* «Το μάτι να κόβει, το μυαλό να δουλεύει και τα χέρια να πιάνουν, αυτό είναι το μυστικό» (Κώστας Γεωργακόπουλος)
* «Δόξα τω Θεώ, έχω δουλειά. Εζησα την οικογένειά μου από το ψαλίδι. Είναι τιμή μου που ασχολήθηκα μ' αυτή τη δουλειά (Θάνος Σακελλαρίου, λεωφ. Αλεξάνδρας)
* Ο Ζαρίφης, που ήταν και πλακατζής, ρώτησε τον κουρέα τι κάνει τις τρίχες από το κούρεμα των πελατών. «Τις πετάω», του λέει ο μπαρμπέρης. «Είσαι καλά; Στην Αμερική τις μαζεύουνε και πληρώνουνε κιόλας». Αφελής ο άλλος, του μπαίνει στο μυαλό η ιδέα. Επειτα από καιρό έρχεται πάλι να κουρευτεί ο Ζαρίφης. «Τις κράτησες;». «Βέβαια». «Τις ξεχώρισες;» «Δηλαδή;», ξεραίνεται ο κουρέας. «Εμ! Πώς θα τις πουλήσουμε, ανάμικτες; Ξεχωριστά οι άσπρες, ξεχωριστά οι μαύρες». Αγνοείται η απάντηση του κουρέα (Χρ. Αργυρόπουλος)
* «Από μικρός μ' άρεσε να γίνω κουρέας. Ηθελα να παίζω στα χέρια μου το ψαλίδι και να ομορφαίνω τον άνθρωπο... Τριάντα πέντε χρόνια κουρέας. Ζωή ολόκληρη. Ομορφα χρόνια... Μια νύχτα ένας έχτισε την πόρτα του κουρείου με τούβλα, τη σοβάντισε κανονικά, άσπρισε, κι εγώ, σαν πήγα το πρωί, έψαχνα με το κλειδί στο χέρι να βρω την πόρτα για ν' ανοίξω το μαγαζί. Κι άλλοτε μου 'κλεισαν μέσα δυο δεμένα κριάρια, πριν τα ετοιμάσουν για ένα γαμήλιο τραπέζι. Τώρα, στα εβδομήντα τρία μου χρόνια, κάθομαι εδώ και με πηγαίνουν οι αναμνήσεις μου όπου θέλω. Δεν μπορώ να τρέξω, να χορέψω, αλλά δοξάζω τον Θεό που με κρατά στη ζωή, μες στην αγάπη των αδελφών μου, και χαίρομαι αγναντεύοντας την ομορφιά και τη θάλασσα» (Αλέκος Μπούμπας ή «Πλαστήρας», συνταξιούχος κουρέας στην Τήνο)

Tuesday, May 6, 2014

 Ο ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ

Ο μπαρμπέρης είναι χειρωνακτικό επάγγελμα. Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από το γαλλικό barbe ([baʀb]), που σημαίνει «γένι», «μούσι».

Ιστορική αναδρομή του επαγγέλματος

Το επάγγελμα έχει τις ρίζες του στο επάγγελμα του μεσαιωνικού κουρέα, που διατηρούσε δημόσια λουτρά και περιποιούνταν πελάτες και ασθενείς. Προφανώς εξελίχτηκε από την βοηθητική εργασία, αφού ο μπαρμπέρης ήταν βοηθός του κουρέα και ασχολούνταν κυρίως με το κόψιμο των μαλλιών και το ξύρισμα των πελατών. Με την πάροδο του χρόνου, και ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός ήταν σε θέση να κάνει εκτός αυτού και άλλες δουλειές, όπως το βγάλσιμο των δοντιών, την θεραπεία τραυμάτων (στρατιώτες μετά τον πόλεμο κλπ.), καταγμάτων, και άλλων πληγών και ασθενειών όπως τον καυτηριασμό των σπυριών.
Ο κουρέας και ο μπαρμπέρης είχαν ως επί το πλείστον ανδρική πελατεία.
Το επάγγελμα του μπαρμπέρη αναφέρεται γραπτώς για πρώτη φορά σε ένα έγγραφο το 1397 στην Κολωνία, ενώ επαγγελματικοί σύνδεσμοι των μπαρμπέρηδων εμφανίζονται το δεύτερο ήμισυ του 15ου αι. στο Γκντανσκ το 1457, στο Λίμπεκ το 1480 και στο Αμβούργο το 1486. Οι μπαρμπέρηδες πλήρωναν ενοίκιο στον κουρέα για να χρησιμοποιήσουν το μαγαζί. Από τον 16ο αι. και μετά, και λόγων της παρακμής του θεσμού των δημόσιων λουτρών, οι μπαρμπέρηδες απόκτησαν μια κάποια αυτονομία και ανταγωνίζονταν τους κουρείς, δουλεύοντας και έξω από το κατάστημα. Εκτός από το ξύρισμα και το κούρεμα θεράπευαν κοψίματα, τρυπήματα, κατάγματα και άλλα ατυχήματα που τους απέδιδαν χρήματα. Μέχρι τον 18ο αιώνα έκαναν ακόμα και ακρωτηριασμούς ή και καισαρικές τομές. Από τον 19ο αι. και με την ανάπτυξη του ιατρικού επαγγέλματος οι μπαρμπέρηδες άρχισαν να εξειδικεύονται.